- χαριστωνία
- ἡ, Ααγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ' ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, -ομαι (πρβλ. χαριστικός) + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ-ωνία, παν-ωνία].
Dictionary of Greek. 2013.